σκοτεινά
(επίρρ.)
σκοτεινά
[skotiˈna]
Τσουχούρ., Φάρασ.
σκοτ'νιάς
[skotˈɲas]
Αραβ.
κοτσ̑εινάς
[kotʃiˈnas]
Αραβαν.
κοτσεινάς
[kotsiˈnas]
Γούρδ.
σκοτεινιάς
[skotiˈɲas]
Ουλαγ.
Μεσν. επίρρ. σκοτεινά (Λεξ. Κριαρ.). Ο τύπ. κοτσ̑εινάς με τροπή [t] > [tʃ], αποβολή του [s] στην αρχή της λ. και παραγωγ. επίθμ. -ας. Ο τύπ. σκοτεινιάς με παραγωγ. επίθμ. -ιας (για τον σχηματ. επιρρηματικών παραγώγων σε -ας/-ιας, βλ. CGMG: 834-835).
1. Μέσα στο σκοτάδι
ό.π.τ.
:
Το βραδύ σκοτεινά γκάdζ̑εψε στο σπήλο α νομάτς
(Το βράδυ μέσα στο σκοτάδι ένας άντρας μίλησε έξω από τη σπηλιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Σκοτεινά ήρτε ατζ̑είνο ο νομάτ'ς
(Μέσα στο σκοτάδι ήρθε εκείνος ο άντρας)
Φάρασ.
-Dawk.
Σκοτεινά, σαμ' 'αλείνκαν ντα λαχτόρα, κατέβαμ' σο Μερσίνι
(Μέσα στο σκοτάδι, μόλις λάλησαν τα κοκκόρια, κατεβήκαμε στη Μερσίνα)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Σκοτεινά ήγρε α ξερό τσ̑ουφάλι
(Μέσα στο σκοτάδι είδε ένα κρανίο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντερέ σκοτεινιάς 'ναι, πούϊ να πας;
(Τώρα είναι σκοτεινά, που θα πας;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
2. Την νύχτα, τα μεσάνυχτα
Φάρασ.
:
Έφυε σκοτεινά
(Έφυγε τη νύχτα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Παροιμ.
Να 'υρεύ' να ζεγγινετίσ', σκοτεινά τσ̑αι ημέρα να τσ̑αλιστϊέσ'
(Αν θέλεις να πλουτίσεις, νύχτα και μέρα να δουλεύεις˙ ο πλούτος αποκτάται με σκληρή προσπάθεια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.