ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκοτεινά (επίρρ.) σκοτεινά [skotiˈna] Τσουχούρ., Φάρασ. σκοτ'νιάς [skotˈɲas] Αραβ. κοτσ̑εινάς [kotʃiˈnas] Αραβαν. κοτσεινάς [kotsiˈnas] Γούρδ. σκοτεινιάς [skotiˈɲas] Ουλαγ. Μεσν. επίρρ. σκοτεινά (Λεξ. Κριαρ.). Ο τύπ. κοτσ̑εινάς με τροπή [t] > [tʃ], αποβολή του [s] στην αρχή της λ. και παραγωγ. επίθμ. -ας. Ο τύπ. σκοτεινιάς με παραγωγ. επίθμ. -ιας (για τον σχηματ. επιρρηματικών παραγώγων σε -ας/-ιας, βλ. CGMG: 834-835).
1. Μέσα στο σκοτάδι ό.π.τ. : Το βραδύ σκοτεινά γκάdζ̑εψε στο σπήλο α νομάτς (Το βράδυ μέσα στο σκοτάδι ένας άντρας μίλησε έξω από τη σπηλιά) Φάρασ. -Dawk. Σκοτεινά ήρτε ατζ̑είνο ο νομάτ'ς (Μέσα στο σκοτάδι ήρθε εκείνος ο άντρας) Φάρασ. -Dawk. Σκοτεινά, σαμ' 'αλείνκαν ντα λαχτόρα, κατέβαμ' σο Μερσίνι (Μέσα στο σκοτάδι, μόλις λάλησαν τα κοκκόρια, κατεβήκαμε στη Μερσίνα) Τσουχούρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Σκοτεινά ήγρε α ξερό τσ̑ουφάλι (Μέσα στο σκοτάδι είδε ένα κρανίο) Φάρασ. -Dawk. Ντερέ σκοτεινιάς 'ναι, πούϊ να πας; (Τώρα είναι σκοτεινά, που θα πας;) Ουλαγ. -Κεσ.
2. Την νύχτα, τα μεσάνυχτα Φάρασ. : Έφυε σκοτεινά (Έφυγε τη νύχτα) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Να 'υρεύ' να ζεγγινετίσ', σκοτεινά τσ̑αι ημέρα να τσ̑αλιστϊέσ' (Αν θέλεις να πλουτίσεις, νύχτα και μέρα να δουλεύεις˙ ο πλούτος αποκτάται με σκληρή προσπάθεια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.