σκοτεινιαρός
(επίθ.)
σκοτ'νιαρό
[skotɲaˈro]
Μαλακ.
Από το ουσ. σκοτεινιά και το παραγωγ. επίθμ. -ερός.
Σκοτεινός
Αντίθ
φεγγερός :1, Συνών.
μπουλανίκ :3, σκοτικός
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025