σκολάζω
(ρ.)
σκολάζω
[skoˈlazo]
Αξ., Αραβαν., Τροχ.
Παρατατ.
σκόλανα
[ˈskolana]
Αξ.
Αόρ.
σκόλασα
[ˈskolasa]
Τροχ.
Από το αρχ. ρ. σχολάζω = παύω να κάνω κάτι, με ανομ. τρόπου άρθρωσης [sx > sk].
Σχολνώ
:
Σκόλανα ασ' σο σκόλειο
(Σχολούσα απ' το σχολείο)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Τι σαγάτ' σκόλασα;
(Τι ώρα σχόλασα;)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555