σκιάδος
(ουσ.)
σκιάδος
[ˈscaðos]
Ποτάμ.
σ̑κα̈́γιος
[ˈʃcæʝos]
Αξ.
σκιάους
[ˈscaus]
Μισθ.
σ̑κα̈́βος
[ˈʃcævos]
Αξ.
σκάβο
[ˈskavo]
Μισθ., Φλογ.
σκέους
[ˈsceus]
Τσαρικ.
σκιάβου
[ˈscavu]
Τροχ.
σκιάφους
[ˈscafus]
Μισθ.
σκέγις
[ˈsceʝis]
Γούρδ.
σκαβ
[skav]
Σινασσ.
Από το ουσ. σκιάδι με αλλαγή γέν. σκιάδι > σκιάδης, και αλλαγή κλιτ. επιθμ. σκιάδης > σκιάδος.
1. Ίσκιος
ό.π.τ.
:
Νταρίν σκιάφους
(Βαθύς ίσκιος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κάχουμι σου σκιάους
(Κάθομαι στον ίσκιο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αράϊζαμ' να βρίξουμ' καλό σκιάφους ντου καλοτσαίρ'
(Ψάχναμε να βρούμε καλόν ίσκιο το καλοκαίρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Άμα έρθει ο σκιάδος στο τυρπημένο θιαρ', είναι μεσημέρις
(Ἀμα έρθει ο ίσκος στο τρυπημένο λιθάρι, είναι μεσημέρι)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τσ̑οιμήχη σου σκιάφους απ' ντου τσ̑αλούι
(Κοιμήθηκε στον ίσκιο του δέντρου)
Μισθ.
-Κοιμίσ.
|| Φρ.
Σακουdίζεις απ΄ του σκιάφους σ’
(Αποφεύγεις τον ίσκιο σου˙ Παίρνεις μεγάλες ή υπερβολικές προφυλάξεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Σκίαστρο (συνήθως για τα βρέφη που οι Μιστώτες κουβαλούσαν μαζί τους το καλοκαίρι στον κάμπο για να κάνουν τις γεωργικές τους εργασίες.
Μισθ.