ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκιάδος (ουσ.) σκιάδος [ˈscaðos] Ποτάμ. σ̑κα̈́γιος [ˈʃcæʝos] Αξ. σκιάους [ˈscaus] Μισθ. σ̑κα̈́βος [ˈʃcævos] Αξ. σκάβο [ˈskavo] Μισθ., Φλογ. σκέους [ˈsceus] Τσαρικ. σκιάβου [ˈscavu] Τροχ. σκιάφους [ˈscafus] Μισθ. σκέγις [ˈsceʝis] Γούρδ. σκαβ [skav] Σινασσ. Από το ουσ. σκιάδι με αλλαγή γέν. σκιάδι > σκιάδης, και αλλαγή κλιτ. επιθμ. σκιάδης > σκιάδος.
1. Ίσκιος ό.π.τ. : Νταρίν σκιάφους (Βαθύς ίσκιος) Μισθ. -Κοτσαν. Κάχουμι σου σκιάους (Κάθομαι στον ίσκιο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αράϊζαμ' να βρίξουμ' καλό σκιάφους ντου καλοτσαίρ' (Ψάχναμε να βρούμε καλόν ίσκιο το καλοκαίρι) Μισθ. -Κοτσαν. Άμα έρθει ο σκιάδος στο τυρπημένο θιαρ', είναι μεσημέρις (Ἀμα έρθει ο ίσκος στο τρυπημένο λιθάρι, είναι μεσημέρι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τσ̑οιμήχη σου σκιάφους απ' ντου τσ̑αλούι (Κοιμήθηκε στον ίσκιο του δέντρου) Μισθ. -Κοιμίσ. || Φρ. Σακουdίζεις απ΄ του σκιάφους σ’ (Αποφεύγεις τον ίσκιο σου˙ Παίρνεις μεγάλες ή υπερβολικές προφυλάξεις) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Σκίαστρο (συνήθως για τα βρέφη που οι Μιστώτες κουβαλούσαν μαζί τους το καλοκαίρι στον κάμπο για να κάνουν τις γεωργικές τους εργασίες. Μισθ.