σκεύος
(ουσ.)
σκεύος
[ˈscevos]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
σ̑κεύος
[ˈʃcevos]
Αξ., Αραβαν., Φλογ.
σκεύους
[ˈscevus]
Σινασσ.
σκέφος
[ˈscefos]
Ουλαγ.
σκέφους
[ˈscefus]
Σινασσ.
στσ̑εύος
[ˈstʃevos]
Φάρασ.
στσ̑εύο
[ˈstʃevo]
Φάρασ.
σ̑κέφ'
[ʃcef]
Φλογ.
σ̑κέος
[ˈʃceos]
Αξ.
Πληθ.
σκεύη
[ˈscevi]
Σινασσ.
στσ̑εύη
[ˈstʃevi]
Φάρασ.
σ̑κεύ'
[ʃcev]
Φλογ.
σκεύ-ια
[ˈscevia]
Φερτάκ.
σ̑κεύια
[ˈʃcevʝa]
Αξ., Αραβαν.
σκέφια
[ˈscefça]
Μισθ., Ουλαγ.
σ̑κέφια
[ˈʃcefça]
Φλογ.
σ̑κεύοζγια
[ˈʃcevozʝa]
Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. σκεῦος. Ο τύπ. στσ̑εύο με μεταπλ. προς τα πιο συχνά ουδ. σε -ο. Ο τύπ. σ̑κέφ' αναλογ. προς άλλα ουδ. που έληγνα σε σύμφ. μετά την αποβολή του τελικού [i].
1. Σκεύος, αγγείο, δοχείο
Αραβαν., Μισθ., Φάρασ.
:
Ράναναμ' dά λία σκέφια μας να μη πασλαdίσ'νι
(Προσέχαμε τα λίγα σκεύη μας να μη σκουριάσουν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Του νερού το στσ̑εύος
(του νερού το σκεύος˙ ουροδοχείο)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Παροιμ.
Το κεσκίν' τ' οξ̑ίρ' 'ς σκεύος ιτ' ζάσ̑' ζαράρ'
(Το δυνατό ξίδι κάνει ζημιά στο σκεύος του˙ Όποιος θυμώνει πολύ, κακό του κεφαλιού του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το βυνατό το ξίδι το στσ̑εύο του στσ̑ίνει τα
(Το δυνατό το ξίδι τ' αγγείο του το σκίζει˙ Το λένε ειρωνικά για κάποιον που θυμώνει πολύ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Ειδικότ., μαγειρικό σκεύος
ό.π.τ.
:
Πλύνω σκεύη
(Πλένω μαγειρικά σκεύη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Αϊλφή μ' έπλυνι ντα σκέφια
(Η αδερφή μου έπλυνε τα μαγειρικά σκεύη)
Μισθ.
-Φατ.
Ούτι σκέφια έπλυναν, ένα σ̑έϊ ντε μποίκαν, ούτι φ'κάλτσ̑αν, ούλα μαναχό μ'
(Ούτε σκεύη έπλυνα, τίποτα δεν έκαναν, ούτε σκούπισαν, όλα μόνη μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Έχω σκεύ-ια
(Έχω μαγειρικά σκεύη˙ Πρόκειται να πλύνω τα μαγειρικά σκεύη)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.