ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκεύος (ουσ.) σκεύος [ˈscevos] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. σ̑κεύος [ˈʃcevos] Αξ., Αραβαν., Φλογ. σκεύους [ˈscevus] Σινασσ. σκέφος [ˈscefos] Ουλαγ. σκέφους [ˈscefus] Σινασσ. στσ̑εύος [ˈstʃevos] Φάρασ. στσ̑εύο [ˈstʃevo] Φάρασ. σ̑κέφ' [ʃcef] Φλογ. σ̑κέος [ˈʃceos] Αξ. Πληθ. σκεύη [ˈscevi] Σινασσ. στσ̑εύη [ˈstʃevi] Φάρασ. σ̑κεύ' [ʃcev] Φλογ. σκεύ-ια [ˈscevia] Φερτάκ. σ̑κεύια [ˈʃcevʝa] Αξ., Αραβαν. σκέφια [ˈscefça] Μισθ., Ουλαγ. σ̑κέφια [ˈʃcefça] Φλογ. σ̑κεύοζγια [ˈʃcevozʝa] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. σκεῦος. Ο τύπ. στσ̑εύο με μεταπλ. προς τα πιο συχνά ουδ. σε -ο. Ο τύπ. σ̑κέφ' αναλογ. προς άλλα ουδ. που έληγνα σε σύμφ. μετά την αποβολή του τελικού [i].
1. Σκεύος, αγγείο, δοχείο Αραβαν., Μισθ., Φάρασ. : Ράναναμ' dά λία σκέφια μας να μη πασλαdίσ'νι (Προσέχαμε τα λίγα σκεύη μας να μη σκουριάσουν) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Του νερού το στσ̑εύος (του νερού το σκεύος˙ ουροδοχείο) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Το κεσκίν' τ' οξ̑ίρ' 'ς σκεύος ιτ' ζάσ̑' ζαράρ' (Το δυνατό ξίδι κάνει ζημιά στο σκεύος του˙ Όποιος θυμώνει πολύ, κακό του κεφαλιού του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το βυνατό το ξίδι το στσ̑εύο του στσ̑ίνει τα (Το δυνατό το ξίδι τ' αγγείο του το σκίζει˙ Το λένε ειρωνικά για κάποιον που θυμώνει πολύ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Ειδικότ., μαγειρικό σκεύος ό.π.τ. : Πλύνω σκεύη (Πλένω μαγειρικά σκεύη) Σινασσ. -Αρχέλ. Αϊλφή μ' έπλυνι ντα σκέφια (Η αδερφή μου έπλυνε τα μαγειρικά σκεύη) Μισθ. -Φατ. Ούτι σκέφια έπλυναν, ένα σ̑έϊ ντε μποίκαν, ούτι φ'κάλτσ̑αν, ούλα μαναχό μ' (Ούτε σκεύη έπλυνα, τίποτα δεν έκαναν, ούτε σκούπισαν, όλα μόνη μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Έχω σκεύ-ια (Έχω μαγειρικά σκεύη˙ Πρόκειται να πλύνω τα μαγειρικά σκεύη) Φερτάκ. -Κρινόπ.