ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκίζω (ρ.) σκίζου [ˈscizu] Μισθ., Σίλ. σκίνω [ˈscino] Γούρδ. σ̑κίνω [ˈʃcino] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. σκίνου [ˈscinu] Σίλ. στσ̑ίζω [ˈstʃizo] Φάρασ. στσ̑ίνω [ˈstʃino] Φάρασ. σ̑ίνου [ˈʃinu] Φάρασ. ξ̑ινίσ̑κω [kʃiˈniʃko] Τελμ. Παρατατ. σ̑κίνισκα [ˈʃciniska] Φλογ. Αόρ. έσκισα [ˈescisa] Γούρδ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. έστσ̑ίσα [ˈestʃisa] Φάρασ. έσ̑ίσα [ˈeʃisa] Φάρασ. Αόρ. Παθ. σκίστη [ˈscist] Μισθ. Εν. γ' σκίσ’κασ̑ι [ˈsciskaʃi] Σίλ. Υποτ. σκστώ [ˈscistο] Μισθ. Μτχ. σκισμένο [sciˈzmeno] Γούρδ. σκισμένου [sciˈzmenu] Μισθ. σ̑ιμένου [ʃiˈmenu] Φάρασ. Μεσν. ρ. σκίζω, το οπ. από αρχ. ρ. σχίζω. Ο τύπ. ξ̑ινίσ̑κω σχηματίστηκε με βάση το μη συνοπτ. θ. σ̑κίν- και το επίθμ. -ίσκω και με μετάθ. [sk] > [ks], βλ. Dawkins (1916: 644).
1. Σκίζω, τραβώ με τα χέρια προς την αντίθετη κατεύθυνση δύο πλευρές υλικού (χαρτί, ύφασμα κτλ.) για να προκαλέσω ένα κατά μήκος άνοιγμα ό.π.τ. : Τα ρούχα έσκισιν ντα ούλα (έσκισε όλα τα ρούχα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα ρούχα μου σκίσ’κασ̑ι (σχίστηκαν τα ρούχα μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το παιδί ξ̑ινίσ̑κει το χαρτσ̑ί (το παιδί σχίζει το χαρτί) Τελμ. -Dawk. Σκίζου τα φορτσιέ μ’ (σχίζω τα ρούχα μου) Μισθ. -Κοτσαν. Φόρουναμ’ λί’α σκισμένα σαλβάρια μι α παλούμαδα (φορούσαμε λίγα σκισμένα σαλβάρια με μπαλώματα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γιαρντώ, κανίζω
2. Ξεσκίζω, κάνω κομμάτια κάποιον ή κάτι ό.π.τ. : Οι δράκοι ύστερα τον έπιασαν, τον έσκισαν ασ' τη μέσ' και τον ποίκαν δύο κομμάτια (Ύστερα οι δράκοι τον έπιασαν, τον έσκισαν απ' την μέση και τον έκαναν 2 κομμάτια) Σινασσ. -Αρχέλ. Ελα̈́νσε ασλάν, πέτασε, έσ̑ισεν το σιπά (το λιοντάρι πήδηξε (ενν. στη ράχη του), το πέταξε, έκανε κομμάτια το γαϊδουράκι) Φάρασ. -Dawk.
3. Προκαλώ ρωγμή στην επιφάνεια πράγματος ό.π.τ. : Σκίστη ντου τσ̑αρού’ι, χεκ’ ένα π͑άλουμα (σκίστηκε το τσαρούχι, βάλε ένα μπάλωμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Εκείνα α παπούτσ̑α ους να σκιστούν εκείνα φόρουναμ’ ντα (εκείνα τα παπούτσια, ώσπου να σκιστούν, εκείνα φορούσαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Το βυνατό το ξίδι το στσ̑εύο του στσ̑ίνει τα (το δυνατό το ξίδι το αγγείο του το σκίζει˙ λέγεται ειρωνικά σε όποιον θυμώνει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.