ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκοτεινιάζω (ρ. απρόσ.) σκοτεινιέζω [skotiˈɲezo] Τσουχούρ., Φάρασ. γ' Εν. σκοτ'νιάζ' [skotˈɲaz] Μαλακ. κοτσ̑εινιάσ̑' [kotʃiˈɲaʃ] Αραβαν., Γούρδ. Αόρ. σκοτεινιέσα [skotiˈɲesa] Τσουχούρ., Φάρασ. γ' Εν. κοτσείνιασε [ko'tsiɲase] Γούρδ. σκοτεινιάσεν [skotiˈɲasen] Αξ. σκονιάσιν [skoˈɲasin] Μισθ. Από το μεσν. ρ. σκοτεινιάζω, το οπ. από το ουσ. σκοτεινιά και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Σκοτεινιάζει, βραδιάζει ό.π.τ. : Βαβά, σκοτεινιάσεν, σών' άλλο (μπαμπά, σκοτείνιασε, φτάνει πια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κοτσείνιασε, έν'νε άλλο νύχτα· ας άμ', φοβούμεστε, μονάχα μας 'μεστέ (σκοτείνιασε έγινε πια νύχτα ας πάμε φοβούμενα μονάχοι είμαστε) Γούρδ. -Καράμπ. Σκοτεινιέσινι, ήρτινι ο τατά μας (Σκοτείνιασε, ήρθε ο πατέρας μας) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.