σκοτία
(ουσ. ουδ.)
σκοτία
[skoˈtia]
Μισθ.
σκοτιάς
[skoˈtʝas]
Αξ.
σκοτιός
[skoˈtʝos]
Αξ.
Γεν. Εν.
σκοτιοζγιού
[skotʝoˈzʝu]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. σκοτία. O τύπ. σκοτιάς από νεότ. τύπ. σκοτιά με συνίζ. και προσθήκη -ς αναλογ. προς άλλα χρον. επίρρ. Ο τύπ. σκοτιός με μεταπλ. ως αρσ.
Σκότος
ό.π.τ.
:
'ινότον σκοτία
(Γινόταν σκοτάδι)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Τ' απέσω τ' σκοτιός
(το μέσα του σκοτάδι)
Αξ.
-Μαυροχ.
Σκοτιός κ̇ούτουλος
(σκοτάδι πυκνό (ώστε να κουτουλάς))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.