σκουράν
(επίθ.)
σκουράν'
[skuˈran]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεσν. επίθ. σκούρος (< ιταλ. scuro), πβ. και σκουρανός Απουλ. (Καραναστάσης 1984-1992: λ. σκουρανός).
Σκούρο, μαυρειδερό
Γούρδ.