ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκουράν (επίθ.) σκουράν' [skuˈran] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεσν. επίθ. σκούρος (< ιταλ. scuro), πβ. και σκουρανός Απουλ. (Καραναστάσης 1984-1992: λ. σκουρανός).
Σκούρο, μαυρειδερό Γούρδ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024