σκουτέλα
(ουσ. θηλ.)
σκουτέλα
[skuˈtela]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. σκουτέλλα, δάν. από το λατιν. scutella.
Μικρό πιάτο
Τροποποιήθηκε: 11/12/2024