σκυλόπο
(ουσ. ουδ.)
σ̑κυλόπ-πο
[ʃciˈloppo]
Αξ.
Από το ουσ. σκυλί όπου και τύπ. σ̑κυλί και το υποκορ. παραγωγ. επίθμ. -όπ-πο.