ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκύλος (ουσ. αρσ.) σκύλος [ˈscilos] Καππ. σκούνdους [ˈskundus] Σίλ. Πληθ. σκούνdζ̑ιροι [ˈskundʒiri] Σίλ. Μεσν. ουσ. σκύλος. Ο τύπ. σκουνdους θα μπορούσε να σχετίζεται με το παλ. αρμεν. շուն (šun) = σκύλος.
1. Ο σκύλος ό.π.τ.
2. Ως υβριστ. χαρακτηρισμός ανθρώπου Καππ. : || Ασμ. Εγώ δε σμίγω με τον αλλόπιστον το μύρο μου σκύλο μαγαρισμένο και ακοινώνητο (εγώ δεν σμίγω το μύρο μου με τον αλλόπιστο, σκύλο μαγαρισμένο και ακοινώνητο) Καππ. -Αινατζ.