σκύλος
(ουσ. αρσ.)
σκύλος
[ˈscilos]
Καππ.
σκούνdους
[ˈskundus]
Σίλ.
Πληθ.
σκούνdζ̑ιροι
[ˈskundʒiri]
Σίλ.
Μεσν. ουσ. σκύλος. Ο τύπ. σκουνdους θα μπορούσε να σχετίζεται με το παλ. αρμεν. շուն (šun) = σκύλος.
1. Ο σκύλος
ό.π.τ.
2. Ως υβριστ. χαρακτηρισμός ανθρώπου
Καππ.
:
|| Ασμ.
Εγώ δε σμίγω με τον αλλόπιστον το μύρο μου σκύλο μαγαρισμένο και ακοινώνητο
(εγώ δεν σμίγω το μύρο μου με τον αλλόπιστο, σκύλο μαγαρισμένο και ακοινώνητο)
Καππ.
-Αινατζ.