ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκωλεκιάρης (ουσ.) σκωλεκιάρ' [skoleˈcar] Αξ., Δίλ., Φλογ. σκιωλοτσ̑άρ' [scoloˈtʃar] Μισθ. Από το ουσ. σκωλέκι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης. Πβ. και νεότ. επίθ. σκουληκιάρης.
1. Σκουληκιασμένος Αξ., Μισθ., Φλογ.
β. Ο σχετικός με το σκουλήκιασμα Δίλ. : || Φρ. Σκωλεκιάρ αγιασμός (Αγιασμός για το σκουλήκιασμα ˙ ο αγιασμός που ρίχναν στα χωράφια τον Φλεβάρη, επειδή τότε σάλευαν τα σκουλήκια μέσα στην γη) Δίλ. -Κωστ.Μ.
2. Ψειριασμένος Αξ.