σκωλεκιάρης
(ουσ.)
σκωλεκιάρ'
[skoleˈcar]
Αξ., Δίλ., Φλογ.
σκιωλοτσ̑άρ'
[scoloˈtʃar]
Μισθ.
Από το ουσ. σκωλέκι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης. Πβ. και νεότ. επίθ. σκουληκιάρης.
1. Σκουληκιασμένος
Αξ., Μισθ., Φλογ.
β.
Ο σχετικός με το σκουλήκιασμα
Δίλ.
:
|| Φρ.
Σκωλεκιάρ αγιασμός
(Αγιασμός για το σκουλήκιασμα
˙
ο αγιασμός που ρίχναν στα χωράφια τον Φλεβάρη, επειδή τότε σάλευαν τα σκουλήκια μέσα στην γη)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
2. Ψειριασμένος
Αξ.