ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σογιά (ουσ. θηλ.) σογιά [soˈʝa] Αξ. σόγιαγια ['soˈʝaʝa] Μισθ. Aπό το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. soya = α) επικλινής β) για άροση, επιφανειακός, ρηχός (THADS, λ. soya I, III). Ο τύπ. σόγιαγα από τουρκ. πτωτικό τύπ. soyaya.
Ρηχό όργωμα : Λάμνου σόγιαγια (Κάνω ρηχό όργωμα) Μισθ. -Κωστ.Μ.