σοϊλετιρτίζω
(ρ.)
σογιλετιρτίζω
[soˈʝiletirtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. söylettirmek = κάνω κάποιον να μιλήσει.
Αναγκάζω κάποιον να μιλήσει