ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σοϊντούζω (ρ.) σοϊτιέω [soiti'eo] Φάρασ. Παρατατ. γ' Πληθ. σόϊdουζαν ['soiduzan] Γούρδ. Αόρ. σόιζισα [ˈsoizisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. soymak = α) ληστεύω β) ξεγυμνώνω γ) γδέρνω δ) ξεφλουδίζω.
1. Ληστεύω Φάρασ.
2. Ξεγυμνώνω Γούρδ. : Σόϊντουζαν νομάτε (Ξεγύμνωναν ανθρώπους) Γούρδ. -Dawk.
3. Γδέρνω Σίλ. : Έκουψι τ’ γουζί, ρεν τα σόιζισε καλά (Έσφαξε το αρνί, δεν το έγδαρε καλά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6