σοκράντημα
(ουσ. ουδ.)
σ̑οχράν’μα
[ʃoˈxranma]
Φάρασ.
Από το ρ. σοκραντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γκρίνια
Φάρασ.