σοκουστουρντώ
(ρ.)
Αόρ. γ' Εν.
σοqουσ̑ντούρσεν
[soquʃ'dursen do]
Φλογ.
Προστ.
σοqουσ̑ντούρτα με
[soquʃ'durta me]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. sokuşturmak = σπρώχνω προς τα μέσα.
Κάνω κάποιον να γλιστρήσει μέσα
Φλογ.
:
Το κορίς̑ qοιβέρσεν, και καλά σοqουσ̑dούρσεν ντο
(το κορίτσι τον άφησε να πάει και τον έκανε να γλιστρήσει καλά)
Φλογ.
-Dawk.
Αζ μω ιμνιά μέσ̑η τ', και σοqουσ̑ντούρτα με ιμιά
(άφησε με να μπω μέσα σε αυτό και κάνε με να γλιστρήσω μέσα)
Φλογ.
-Dawk.