ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σοκραντίζω (ρ.) σοκρανdίζω [sokran'dɯzo] Αραβαν. σοχρανdίζω [soxranˈdizo] Φάρασ. σοκρανdώ [sokranˈdo] Φλογ. σοχρανdώ [soxranˈdo] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. sokranmak ή sohranmak = παραπονιέμαι, μουρμουρίζω εναντίον κάποιου (Tietze 2019: λ. sokran-).
Κλαίγομαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω ό.π.τ. : Γιάτ' σοχραντάς χατ qιριάς κώλος; (Γιατί μουρμουράς σαν τον κώλο της γριάς;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Αούτσ̑α 'ναι, μη σοκραντάς (Έτσι είναι τα πράγματα, μη γκρινιάζεις) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. γκιλεϊλεντίζω, παραφορτώνω