σοκακού
(ουσ. θηλ.)
σοκακού
[sokaˈku]
Σινασσ.
σοχαχού
[soxaˈxu]
Φάρασ.
Από το ουσ. σοκάκι, όπου και τύπ. σοχάχι, και το παραγωγ. επίθμ. -ού.
Αυτή που περιδιαβαίνει άσκοπα, η αργόσχολη
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025