σοκακού
(ουσ. θηλ.)
σοχαχού
[soxaˈxu]
Φάρασ.
Από το ουσ. σοκάκι, όπου και τύπ. σοχάχι, και το παραγωγ. επίθμ. -ού.
Αυτή που περιδιαβαίνει άσκοπα, η αργόσχολη
Φάρασ.