σοϊλετουρντίζω
(ρ.)
σοϊλετουρντίζου
[soileturˈdizu]
Φάρασ.
σοϊλετουρντάου
[soileturˈdau]
Φάρασ.
Από την μεταβιβαστική δομή του τουρκ. ρ. söylenmek = μουρμουρίζω, γκρινιάζω (Tietze 2019: λ. söylen- ΙΙ) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Λανθασμένη η ετυμολόγηση της Önder (2022: 47) από τουρκ. ρ. söylemek = δηλώνω.
Πειράζω κάποιον, ενοχλώ κάποιον
Συνών.
πειράζω :1, τσιμπώ :3, φτάνω