σογουλτζάν
(ουσ. ουδ.)
σογουλτζάν
[sogulˈdzan]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. solucan (< soğul-) = σκουλήκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. soğulcan. Πβ. νεοτ. ουσ. σουλουτσάνι = σκουλήκι (Μηνάς 2012: 292).
Ταινία, σκουλήκι του εντέρου