ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σοκακτσής (ουσ. αρσ.) σοκακτσής [sokakˈtsis] Μισθ. σοκαχτσής [sokaxˈtsis] Μισθ. σοχαχτσ̑ής [soxaxˈtʃis] Φάρασ. σοχαχτ͑σ̑ής [soxaxˈtʰʃis] Φάρασ. σοqουqτζ̑ής [soquq'dʒis] Φάρασ. Θηλ. σοχαχτ͑σ̑ίσα [soxaxˈtʰʃisa] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sokakçı = αυτός που περιφέρεται ή ζει στους δρόμους.
Αυτός που περιδιαβαίνει άσκοπα, αργόσχολος ό.π.τ. : Φόρεσέν ντα σο σοqουqτζ̑ή τα ρούχα ντου (έβαλε τα ρούχα του στον περιπλανώμενο τεμπέλη) Φάρασ. -Dawk. Ο σοqουqτζ̑ής πάλι έχτσεν α qονάχι (ο περιπλανώμενος τεμπέλης έχτισε ένα παλάτι) Φάρασ. -Dawk. Μαρία γένη έναν ανταψούζ, γένει ένα σοκαχτσής (Η Μαρία έγινε μιά άτακτη, έγινε μιά τριγυρίστρα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ