σοκακτσής
(ουσ. αρσ.)
σοκακτσής
[sokakˈtsis]
Μισθ.
σοκαχτσής
[sokaxˈtsis]
Μισθ.
σοχαχτσ̑ής
[soxaxˈtʃis]
Φάρασ.
σοχαχτ͑σ̑ής
[soxaxˈtʰʃis]
Φάρασ.
σοqουqτζ̑ής
[soquq'dʒis]
Φάρασ.
Θηλ.
σοχαχτ͑σ̑ίσα
[soxaxˈtʰʃisa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sokakçı = αυτός που περιφέρεται ή ζει στους δρόμους.
Αυτός που περιδιαβαίνει άσκοπα, αργόσχολος
ό.π.τ.
:
Φόρεσέν ντα σο σοqουqτζ̑ή τα ρούχα ντου
(έβαλε τα ρούχα του στον περιπλανώμενο τεμπέλη)
Φάρασ.
-Dawk.
Ο σοqουqτζ̑ής πάλι έχτσεν α qονάχι
(ο περιπλανώμενος τεμπέλης έχτισε ένα παλάτι)
Φάρασ.
-Dawk.
Μαρία γένη έναν ανταψούζ, γένει ένα σοκαχτσής
(Η Μαρία έγινε μιά άτακτη, έγινε μιά τριγυρίστρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ