ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκυλοκάκια (ουσ. ουδ.,πληθ.) στσ̑υλοκάκε [stʃiloˈkace] Φάρασ. Από τα ουσ. σκυλί, όπου και τύπ. στσ̑υλί, και κάκι ή κακά (Ι).
Τα κόπρανα του σκύλου Φάρασ. : Έβγκην ντο φσ̑όκκο στο νταγαρτζ̑όχι πέσου, έμωσέν ντα στσ̑υλοκάκε, θάλε τσ̑αι λιέγ’ ανgάθε (βγήκε το παιδί από το σακίδιο, το γέμισε κόπρανα σκύλου, πέτρες και λίγα αγκάθια) Φάρασ. -Dawk.