σκυλοκάκια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
στσ̑υλοκάκε
[stʃiloˈkace]
Φάρασ.
Από τα ουσ. σκυλί, όπου και τύπ. στσ̑υλί, και κάκι ή κακά (Ι).
Τα κόπρανα του σκύλου
Φάρασ.
:
Έβγκην ντο φσ̑όκκο στο νταγαρτζ̑όχι πέσου, έμωσέν ντα στσ̑υλοκάκε, θάλε τσ̑αι λιέγ’ ανgάθε
(βγήκε το παιδί από το σακίδιο, το γέμισε κόπρανα σκύλου, πέτρες και λίγα αγκάθια)
Φάρασ.
-Dawk.