ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκύβαλα (ουσ. ουδ.,πληθ.) σκύβαλα [ˈscivala] Μισθ., Σινασσ. ασκύβαλα [aˈscivala] Σίλατ., Σινασσ. ασ̑κύβαλα [aˈʃcivala] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. σκέφαλα [ˈscefala] Μισθ. Μεταγν. ουσ. σκύβαλον = σκουπίδι με προθετ. [a].
Aπομεινάρια κοσκινίσματος, για πέταμα ό.π.τ. : Σήμερα να φάτ’ τα σκέφαλα, τσ̑είδι Σαρακοσ̑τής (Σήμερα θα φάτε σκύβαλα, είναι Σαρακοστή· το έλεγαν όταν μάλωνε η μητέρα τα παιδιά της που της ζητούσαν αρτύσιμα φαγητά κατά την Σαρακοστή) Μισθ. -Κωστ.Μ.