σκύβαλα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
σκύβαλα
[ˈscivala]
Μισθ., Σινασσ.
ασκύβαλα
[aˈscivala]
Σίλατ., Σινασσ.
ασ̑κύβαλα
[aˈʃcivala]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
σκέφαλα
[ˈscefala]
Μισθ.
Μεταγν. ουσ. σκύβαλον = σκουπίδι με προθετ. [a].
Aπομεινάρια κοσκινίσματος, για πέταμα
ό.π.τ.
:
Σήμερα να φάτ’ τα σκέφαλα, τσ̑είδι Σαρακοσ̑τής
(Σήμερα θα φάτε σκύβαλα, είναι Σαρακοστή· το έλεγαν όταν μάλωνε η μητέρα τα παιδιά της που της ζητούσαν αρτύσιμα φαγητά κατά την Σαρακοστή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.