σκοτεινιώς
(ουσ. θηλ.)
σκοτεινιός
[skotiˈɲos]
Μισθ.
σκονιός
[skoˈɲos]
Αραβ., Μισθ.
Από το επίρρ. σκοτεινά με -ιώς αναλογ. κατά τα βραδιώς και νυχτιώς.
Νύχτα, σκοτάδι
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Γένη σκονιός
(Έγινε νύχτα˙ σκοτείνιασε)
Μισθ., Αραβ.
-Κωστ.Μ.
Tσ̑είδι σκονιός
(Είναι νύχτα˙ σκοτείνιασε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.