ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκοτεινιώς (ουσ. θηλ.) σκοτεινιός [skotiˈɲos] Μισθ. σκονιός [skoˈɲos] Αραβ., Μισθ. Από το επίρρ. σκοτεινά με -ιώς αναλογ. κατά τα βραδιώς και νυχτιώς.
Νύχτα, σκοτάδι ό.π.τ. : || Φρ. Γένη σκονιός (Έγινε νύχτα˙ σκοτείνιασε) Μισθ., Αραβ. -Κωστ.Μ. Tσ̑είδι σκονιός (Είναι νύχτα˙ σκοτείνιασε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.