σκίσμα
(ουσ. ουδ.)
σκίσμα
[ˈscizma]
Γούρδ.
Μεσν. ουσ. σκίσμα, πβ. Πικατ. Ρίμ. θρην. 53 «σκίσμα φαραγγιοῦ», το οπ. από αρχ. ουσ. σχίσμα.
Σκίσιμο
Γούρδ.