ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκιάδι (ουσ.) σκιάδι [ˈscaði] Ποτάμ., Φερτάκ. οσκιάδι [oˈscaði] Σινασσ. οσκέδι [oˈsceði] Σινασσ. ιστσ̑αΐδι [istʃaˈiði] Τσουχούρ., Φάρασ. στσ̑αΐδι [stʃaˈiði] Φάρασ. στσ̑άιδι [ˈstʃaiði] Φκόσ. σ̑κιάρης [ˈʃcaris] Γούρδ. σκέγης [ˈsceʝis] Γούρδ. σ̑κέρης [ˈʃceris] Αραβαν. σ̑κερ' [ʃcer] Αραβαν., Φερτάκ. σ̑κετ' [ʃcet] Φερτάκ. σκιάβου [ˈscavu] Τροχ. Θηλ. 'στσ̑άδη [stʃˈaði] Φάρασ. 'στσ̑άιδη [ˈstʃaiði] Φάρασ. Μεσν. σκιάδιν, το οπ. από το αρχ. ουσ. σκιάδειον = προστατευτικό για τον ήλιο. Το αρκτ. ο- στην Σινασσό λόγω της μετατόπισης των ορίων των μορφημάτων κατά την συμπροφ. με το ουδ. άρθρ. Η σημ. ‘σκιερός τόπος’ και Κύπρ. (Dawkins 1921: 51).
Σκιά, ίσκιος, σκιερό μέρος ό.π.τ. : Κάdζεν αποκάτω ασ' τ' οσκέδι ενού δεντρού ναριού (Έκατσε κάτω από τον ίσκιο μιας ροδιάς) Σινασσ. -Αρχέλ. Έκωσεν του κ͑αβαχού ιστσ̑αΐδι. Ήρτεν, κ͑αρδιέσε τα φτερά ντου· ποίdζ̑εν ντα 'στσ̑αΐδι (Ο ίσκιος της λεύκας είχε μετακινηθεί. Ήρθε, άπλωσε τα φτερά της· (του) έκανε σκιά) Φάρασ. -Dawk. Απαπάνω τ' ζάισ̑κεν ντο σ̑κέρις ένα μεϊβά γομωμένο κεράσ̑α (Από πάνω τού έκανε ίσκιο ένα δέντρο γεμάτο κεράσια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τ' άλογα ντεν έπιε· ήτουν ένα σ̑κιάρης (Τα άλογα δεν ήπιαν· ήταν ένας ίσκιος (που τα φόβιζε)) Γούρδ. -Dawk. Γιανασ̑τέσιν σ’ ε στσ̑άιδι να πάρει αν ύπνος τεΐ (Ξάπλωσε σε μιά σκιά για να πάρει έναν υπνάκο) Φκόσ. -Παπαδ. Καθούτουν 'ς ένα καρυδού στσ̑αΐδι τσ̑αι νανούτουν αν 'το λιέγα χι̂́λα̈ (Καθόταν στη σκιά μιας καρυδιάς και σκεφτόταν μερικές τέτοιες σκέψεις) Φάρασ. -Αναστασ. Σαμού τα σωρεύκε, φορτώνκαν τα σα τσ̑ούλε πάνου, ξηραίνκαν σις στσ̑ιάδε (Αφού τα μάζευε, τα άπλωναν πάνω σε χοντρά υφάσματα, τα ξέραιναν σε σκιερά μέρη, ενν. τα λιτζεχέρια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ήγρεψεν κι σο κάχιν του έν ανάου φσ̑όκκο· ήτουν η στσ̑άϊδη του (Είδε στο πλάι του ένα άλλο παιδάκι· ήταν η σκιά του ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Όηλοζ είδεν ντα, η 'στσ̑ιάδη τζ̑ου ’δεν ντα (Ο ήλιος το είδε, η σκιά δεν το είδε ˙ Για πράγματα που δεν διαρκούν πολύ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
Συνών. κιολγκές