κιολγκές
(ουσ. αρσ.)
κ͑ιολγκές
[kʰolˈɟes]
Σίλ.
κ͑ιορκέ
[kʰorˈce]
Ανακ.
κοργκές
[korˈɟes]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. gölge = σκιά (< παλ. τουρκ. kölge), όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. kölge (Tietze 2016, gölge/kölge/körge).