κιολγκές
(ουσ. αρσ.)
κ͑ιολγκές
[kʰolˈɟes]
Σίλ.
κ͑ιορκέ
[kʰorˈce]
Ανακ.
κοργκές
[korˈɟes]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. gölge = σκιά, όπου και παλαιότ. και διαλεκτ. τύπ. kölge (Tietze 2016, λ. gölge/kölge).
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025