κιόλας
(επίρρ.)
κιόλα
[ˈcola]
Αξ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ.
κιόλας
[ˈcolas]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ.
τσ̑όλας
[ˈtʃolas]
Μισθ.
τσ̑όγας
[ˈtʃoɣas]
Αφσάρ., Φάρασ.
τζ̑όγα
[ˈdʒoɣa]
Φάρασ.
τζ̑όγας
[ˈdʒoɣas]
Αφσάρ., Φάρασ.
τσ̑όας
[ˈtʃoas]
Φάρασ.
Από το νεότ. επίρρ. κιόλας (Λεξ. Βλάχ. Σομ.), το οπ. από την φρ. καὶ ὅλα.
1. Επίρρ. με επιτατική, επιδοτική σημ., κιόλας, επιπλέον, κι αποπάνω
ό.π.τ.
:
Έδειξαν ντα κιόλα
(Του τα έδειξε κιόλας)
Σίλατ.
-Dawk.
Ας πέσ', ας σκάσ' κιόλα
(Ας πέσει κάτω κι ας σκάσει κιόλας)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τσακώνεις ένα σαλιγκάρι, θέκνεις το απάνω κι εκείνο ανοίγει το και καθαρίζει το κιόλα
(Σπας ένα σαλιγκάρι, το βάζεις απάνω (ενν. στον δοθιήνα) κι εκείνο τον ανοίγει και τον καθαρίζει κιόλας)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ράφτισ̑κεν κιόλας
(Έρραβε κιόλας)
Ανακ.
-Cost.
Άι-Μαρίνα μ', κάψε κιόλας, άφ’σε κιόλας
(Αγία Μαρίνα μου, κάψε αλλά άφησε και κάτι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ντε σών' που φταίει, μπαγουρντίζ' τσ̑όλας
(Δεν φτάνει που φταίει, φωνάζει κιόλας )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Tου ’εννά ψοφά τζ̑όγας!
(Ό,τι γεννάει, ψοφάει κιόλας!)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Μάδησ’ τα τζ̑αι 'ώσ’ τα τζ̑όγας
(Θέρισέ τα και αλώνισέ τα κιόλας)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Μο μη τα μαγραώνεις, άμ-μα κουπάν’ τ͑α τσ̑όγας
(Μην τον μαλώνεις μόνο, δείρε τον κιόλας)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Ό,τι βρίχιξαν, κλέφτιξαν τσ̑όλας
(Ό,τι έβρισκαν το έκλεβαν κιόλας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Ήτου λαΐκκον ντο φαΐ, κάτσαν ντα μαμούτσ̑ε έφαγαν ντα, έσ̑εσαν ντα τσ̑ό’ας
(Ήταν λίγο το φαΐ, κάτσανε τα μαμούνια και το έφαγαν, το έχεσαν κιόλας˙ όταν μιά ήδη δύσκολη κατάσταση γίνεται χειρότερη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Μη πουλάζ μαναχό, 'γόρασε κιόλας
(Μην πουλάς μόνο, αγόρασε κιόλας˙ γι' αυτούς που συνεχώς μιλούν χωρίς να ακούν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Επίρρ. με χρον. σημ., ήδη
Μισθ., Φάρασ.
:
’σουν να πας σου Κάστρου ισ̑ύ, ογώ σ̑ύφτασα σι τσ̑όλας
(Ώσπου να πας στην Νίγδη εσύ, εγώ σε έχω ήδη φτάσει)
Μισθ.
-Φατ.
β.
Γρήγορα, αμέσως
Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Ταχύ κιόλα που έν' Κερεκή κάτσε γράψε τον Γιωρίκα σ' ένα καλό χαρτίο
(Αύριο κιόλας που είναι Κυριακή, κάτσε γράψε στον Γιωργάκη σου ένα ωραίο γράμμα
)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Ο νομάτ’ ἐνι αντί χουωρό χορτάρ’: ’φότι πρασινίζει, σολντι-αινέσκει τσ̑όας
(Ο άνθρωπος είναι σαν το χλωρό χορτάρι: δεν προλαβαίνει να πρασινίσει και ήδη μαραίνεται
˙
για την ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Μολονότι
Αξ., Μαλακ., Σινασσ.
:
«Εϊβάχ, τι μποίκα εγώ» αν είπεν κιόλα, φαϊντασι̂́ζ ’τον
(Ακόμα κι αν είπε «Αλίμονο, τι έκανα;» ήταν ανώφελο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σε τα είπα κιόλας
(Μονολότι σου τα είχα πει)
Σινασσ.
-Αρχέλ.