κιοστραντίζω
(ρ.)
κιοστραντίζου
[costraˈdizo]
Μισθ.
Από το ουσ. κιοστρά αναλογ. προς τις δομές δάνειων ρ. σε -ντίζω.
Ακονίζω
Συνών.
ακονίζω, γιαλαΐζω, κιοστρελεντίζω, μπιλεντίζω