γιαλαΐζω
(ρ.)
γιαλαΐζου
[ʝalaˈizu]
Μισθ.
γελέντ'σ̑α
[ʝelenˈtʃa]
Τροχ.
Μτχ.
γιαλαϊσμένου
[ʝalaiˈzmenu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. eğelemek = τρίβω, λειαίνω.
Τροποποιήθηκε: 14/09/2025