γιαλαΐζω
(ρ.)
γιαλαΐζου
[ʝalaˈizu]
Μισθ.
Μτχ.
γιαλαϊσμένου
[ʝalaiˈzmenu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. eğelemek = τρίβω, λειαίνω.
Πβ.
γιε