ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαμαλαντίζω (ρ.) γιαμαλαντίζω [ʝamalaʹdizo] Τελμ. γιαμαλαντώ [ʝamalaʹdo] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. yamalamak = μπαλώνω.
Μπαλώνω ό.π.τ. : Ήτον ένα κουτουραdζής και γιαμαλάντιζε παπούτσια (Ήταν ένας παπουτσής και μπάλωνε παπούτσια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. -Εσύ τσι όργο σ̑άεις; -Γιαμαλαντίζω παπούτσια (-Εσύ τι δουλειά κάνεις; -Μπαλώνω παπούτσια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γιαμαλαντώ τα πρότσ̑α μου (Μπαλώνω τις κάλτσες μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. μπαλώνω
Τροποποιήθηκε: 29/08/2025