γιαμαλαντίζω
(ρ.)
γιαμαλαντίζω
[ʝamalaʹdizo]
Τελμ.
γιαμαλαντώ
[ʝamalaʹdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. yamalamak = μπαλώνω.
Μπαλώνω
ό.π.τ.
:
Ήτον ένα κουτουραdζής και γιαμαλάντιζε παπούτσια
(Ήταν ένας παπουτσής και μπάλωνε παπούτσια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
-Εσύ τσι όργο σ̑άεις; -Γιαμαλαντίζω παπούτσια
(-Εσύ τι δουλειά κάνεις; -Μπαλώνω παπούτσια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γιαμαλαντώ τα πρότσ̑α μου
(Μπαλώνω τις κάλτσες μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
μπαλώνω
Τροποποιήθηκε: 29/08/2025