γιακάς
(ουσ. αρσ.)
γιακ͑ά
[yaˈkʰa]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
γιαχάς
[ʝaˈxas]
Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
γιαγά
[ʝaˈɣa]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. γιακάς (Mackridge 2021: 72), το οπ. από τουρκ. ουσ. yaka, όπου και διαλεκτ. τύπ. yaha.
Γιακάς, τραχηλιά
ό.π.τ.
:
Πεάνου ασ' σο γιακ͑ά
(Πιάνω απ' τον γιακά)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
«Να 'ου πιάσεις απ' του γιακ͑ά», λέ'· «Να 'ου λαλήεις ήδουν», λέ'· «Μπορούσις»
(«Να τον πιάσεις απ' το γιακά», λέει· «Να του φωνάξεις», λέει· «Μπορούσες»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
τραχηλιά :1