γιαζντούρντισμα
(ουσ. ουδ.)
γιαζντούρντισμα
[ʝazˈdurdizma]
Από το αορ. θ. του ρ. γιαζντουρντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γράψιμο με την βοήθεια άλλου