γιαϊλί
(ουσ.)
γιαϊλί
[ʝaiˈli]
Μισθ.
γιαγλί
[ʝaˈɣli]
Σινασσ.
γαϊλί
[ɣaiˈli]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. yaylı = αραμπάς με αναρτήσεις.