ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαζί (I) (ουσ. ουδ.) γιαζι̂́ [ʝaˈzɯ] Ανακ., Αξ., Δίλ., Κίσκ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Τροχ., Φλογ. γιαζού [ʝaˈzu] Μισθ., Σίλ., Τσαρικ., Φλογ. Πληθ. γιαζίδια [ʝaˈziðʝa] Μαλακ. γιαζι̂́ρια [ʝaˈzɯrʝa] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. yazı = πεδιάδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. yazu. Η λ. και Πόντ.
1. Ανοικτή πεδιάδα, ύπαιθρο, εξοχή ό.π.τ. : Εμείς εκεί το μέγα τ' αγιασμό δεν το κ͑ουντούμ' σα γιαζιά (Εμείς εκείνον τον μέγα τον αγιασμό δεν τον χύναμε στην ύπαιθρο) Δίλ. -ΙΛΝΕ Πήγα στο γιαζι̂́ να σερέψω κεμπρέα (Πήγα στην ύπαιθρο να μαζέψω κοπριά) Αξ. -Dawk. Πήγεν να φέρ' γιακαdζ̑άχια ασ' το γιαζι̂́ (Πήγε να φέρει καυσόξυλα από την ύπαιθρο) Αξ. -Dawk. Bγι̂́ν' σα γιαζι̂́ρια (Βγαίνει στην ύπαιθρο) Φλογ. -Dawk. Bόσκειναμ' ντα τσικίτσ̑α σου γιαζού (Βοσκούσαμε τα κατσίκια στον κάμπο) Μισθ. -Κοτσαν. Ιτά εποχή κλείνιξαν σκόλιις, κλώιξαμ' σου γιαζού (Τέτοια εποχή έκλειναν τα σχολεία, τριγυρνούσαμε στον κάμπο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ογώ, 'τουν πήα 'ζ Μιστί, κρεύισκα να πάου να κλώσου ντου γιαζί τ'νι (Εγώ, όταν πήγα στο Μιστί, ήθελα να πάω να τριγυρίσω στις εξοχές του) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Παίνισκαμ' σου γιαζού, βόσκειναμ' ντα βόϊα (Πηγαίναμε στην ύπαιθρο, βόσκαμε τα βόδια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σο γιαζι̂́ ηύρε 'να τσ̑ιφτσ̑ής, λάμνισ̑κεν (Στον κάμπο βρήκε έναν γεωργό, όργωνε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. 'ζ γιαζıγιού το πρόσωπο (Στης υπαίθρου το πρόσωπο˙ στην ύπαιθρο, στην ανοιχτωσιά) -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γιαμπάνι :2, κάμπος :1
2. Ερημιά Αξ. : || Φρ. Γι̂́ρ γιαζι̂́ (Χέρσα ύπαιθρος χώρα˙ ερημιά) -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γαριπιά, γαριπλίκι :2, γιαμπάνι :1, μεϊντάνι :3, τεγινέ
3. Χωράφι Δίλ., Μισθ., Σίλ., Φλογ. : Καλοκαίρης ήρτεν άλλο ξέβαν γιαζιδιού τα έργατα (Ήρθε πια το καλοκαίρι, άρχισαν οι αγροτικές εργασίες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. κόμμα, τόπος, χωράφι