γιαζί (I)
(ουσ. ουδ.)
γιαζι̂́
[ʝaˈzɯ]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Κίσκ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Τροχ., Φλογ.
γιαζού
[ʝaˈzu]
Μισθ., Σίλ., Τσαρικ., Φλογ.
Πληθ.
γιαζίδια
[ʝaˈziðʝa]
Μαλακ.
γιαζι̂́ρια
[ʝaˈzɯrʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. yazı = πεδιάδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. yazu. Η λ. και Πόντ.
1. Ανοικτή πεδιάδα, ύπαιθρο, εξοχή
ό.π.τ.
:
Εμείς εκεί το μέγα τ' αγιασμό δεν το κ͑ουντούμ' σα γιαζιά
(Εμείς εκείνον τον μέγα τον αγιασμό δεν τον χύναμε στην ύπαιθρο)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ
Πήγα στο γιαζι̂́ να σερέψω κεμπρέα
(Πήγα στην ύπαιθρο να μαζέψω κοπριά)
Αξ.
-Dawk.
Πήγεν να φέρ' γιακαdζ̑άχια ασ' το γιαζι̂́
(Πήγε να φέρει καυσόξυλα από την ύπαιθρο)
Αξ.
-Dawk.
Bγι̂́ν' σα γιαζι̂́ρια
(Βγαίνει στην ύπαιθρο)
Φλογ.
-Dawk.
Bόσκειναμ' ντα τσικίτσ̑α σου γιαζού
(Βοσκούσαμε τα κατσίκια στον κάμπο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιτά εποχή κλείνιξαν σκόλιις, κλώιξαμ' σου γιαζού
(Τέτοια εποχή έκλειναν τα σχολεία, τριγυρνούσαμε στον κάμπο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ογώ, 'τουν πήα 'ζ Μιστί, κρεύισκα να πάου να κλώσου ντου γιαζί τ'νι
(Εγώ, όταν πήγα στο Μιστί, ήθελα να πάω να τριγυρίσω στις εξοχές του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Παίνισκαμ' σου γιαζού, βόσκειναμ' ντα βόϊα
(Πηγαίναμε στην ύπαιθρο, βόσκαμε τα βόδια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σο γιαζι̂́ ηύρε 'να τσ̑ιφτσ̑ής, λάμνισ̑κεν
(Στον κάμπο βρήκε έναν γεωργό, όργωνε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
'ζ γιαζıγιού το πρόσωπο
(Στης υπαίθρου το πρόσωπο˙ στην ύπαιθρο, στην ανοιχτωσιά)
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γιαμπάνι :2, κάμπος :1
2. Ερημιά
Αξ.
:
|| Φρ.
Γι̂́ρ γιαζι̂́
(Χέρσα ύπαιθρος χώρα˙ ερημιά)
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γαριπιά, γαριπλίκι :2, γιαμπάνι :1, μεϊντάνι :3, τεγινέ
3. Χωράφι
Δίλ., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
:
Καλοκαίρης ήρτεν άλλο ξέβαν γιαζιδιού τα έργατα
(Ήρθε πια το καλοκαίρι, άρχισαν οι αγροτικές εργασίες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
κόμμα, τόπος, χωράφι