γαριπλίκι
(ουσ. ουδ.)
γαριπλιέχ̇ι
[ɣariˈpʎexi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. gariplik = ερημιά, μοναξιά.
1. Ξενιτειά
Συνών.
αξενίτσα, γιαμπάνι :3, γιαμπαντζιλίκι :2, κουρμπέτι, κουρμπετλίκι
2. Ερημιά, μοναξιά.
Συνών.
γαριπιά, γιαζί, γιαμπάνι :1, μεϊντάνι :3, τεγινέ