γαρισιχλιέχι
(ουσ. ουδ.)
γαρισιχλιέχι
[ɣarisiʹxʎexi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. karişiklik = αναστάτωση, ταραχή.
Αναστάτωση, ταραχή
:
Ατζεί στη μερέ ενότουν α μέγον γαρισιχλιέχι
(Σ' εκείνα τα μέρη έγινε μια μεγάλη αναστάτωση)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Τροποποιήθηκε: 15/11/2025