γάρτης
(επίθ.)
γάρτης
[ˈɣartis]
Σινασσ.
γάρτη
[ˈɣarti]
Φάρασ.
γάρτ'
[ɣart]
Μισθ.
γαάρτ'
[ɣaˈart]
Μισθ.
γάρτινου
[ˈɣartinu]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. kart = α) που έχει χάσει την φρεσκάδα του β) γέρος γ) σκληρός, ξερός. Ο τύπ. γάρτινου με το επίθμ. -ινος.
Βλ.
κάρτσα,
καρτσάζω
3. Μτφ., σκληρός, άκαρδος, στριφνός
Μισθ., Φάρασ.
:
Γάρτ' Μηνάς
(Ο σκληρός Μηνάς, ως παρων.)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μισ̑ώτικα γάρτινου γλώσσα 'νι αλλά μι χουσούμ' το 'μό να γκιαλαέψου
(Τα Μιστιώτικα είναι στρυφνή γλώσσα αλλά με συγγενή δικό μου θα μιλήσω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ζαλίμης :1