ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γάρτης (επίθ.) γάρτης [ˈɣartis] Σινασσ. γάρτη [ˈɣarti] Φάρασ. γάρτ' [ɣart] Μισθ. γαάρτ' [ɣaˈart] Μισθ. γάρτινου [ˈɣartinu] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. kart = α) που έχει χάσει την φρεσκάδα του β) γέρος γ) σκληρός, ξερός. Ο τύπ. γάρτινου με το επίθμ. -ινος. Βλ. κάρτσα, καρτσάζω
1. Σκληρός ό.π.τ. Συνών. αζντουρμά :2, γαΐμ, μαρσίχι :2
2. Μπαγιάτικος Μισθ. Συνών. μπαγιάτι
3. Μτφ., σκληρός, άκαρδος, στριφνός Μισθ., Φάρασ. : Γάρτ' Μηνάς (Ο σκληρός Μηνάς, ως παρων.) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μισ̑ώτικα γάρτινου γλώσσα 'νι αλλά μι χουσούμ' το 'μό να γκιαλαέψου (Τα Μιστιώτικα είναι στρυφνή γλώσσα αλλά με συγγενή δικό μου θα μιλήσω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ζαλίμης :1