γαριέζω
(ρ.)
γαρι-έζω
[ɣariˈezo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. karamak = α) κακολογώ β) κατηγορώ (Redhouse).
1. Κακολογώ, κατηγορώ
:
Γι-άνε τζ̑αι ζαναχεύουν τζ̑αι γαρι-έζουν το βασιλό
(Γελάνε και κοροϊδεύουν και κακολογούν τον βασιλιά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
'α σε πω ένα καdζ̑ί, για μη με γαρι-έσεις
(Θα σου πω έναν λόγο, αλλά μη με αποπάρεις)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Μη γι-άσετε τζ̑αι με γαρι-έσετε!
(Μη γελάσετε και με αποπάρετε!)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Συνών.
αγιπλατίζω, γαχουρλαΐζω, κινατίζω, κόφτω, λογαριάζω
2. Ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω
Συνών.
αναγελώ :1, γελώ, ζαναχεύω, ζεφκλεντίζω, παραγελώ