ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαριέζω (ρ.) γαρι-έζω [ɣariˈezo] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. karamak = α) κακολογώ β) κατηγορώ (Redhouse).
1. Κακολογώ, κατηγορώ : Γι-άνε τζ̑αι ζαναχεύουν τζ̑αι γαρι-έζουν το βασιλό (Γελάνε και κοροϊδεύουν και κακολογούν τον βασιλιά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. 'α σε πω ένα καdζ̑ί, για μη με γαρι-έσεις (Θα σου πω έναν λόγο, αλλά μη με αποπάρεις) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μη γι-άσετε τζ̑αι με γαρι-έσετε! (Μη γελάσετε και με αποπάρετε!) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Συνών. αγιπλατίζω, γαχουρλαΐζω, κινατίζω, κόφτω, λογαριάζω
2. Ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω Συνών. αναγελώ :1, γελώ, ζαναχεύω, ζεφκλεντίζω, παραγελώ