γαραρτιάζω
(ρ.)
γαρατσ̑άζου
[ɣaraˈtʃazu]
Μισθ.
γαραλτώ
[ɣaralˈto]
Σίλ.
Αόρ.
γαράτσ̑ασα
[ɣaˈratʃasa]
Μισθ.
γαράλτσ̑ησα
[ɣaˈraltʃisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. kararmak = μαυρίζω, σκοτεινιάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. karalmak =θολώνω και karatmak.
Θολώνω
ό.π.τ.
:
Γαράλτσ̑ησασ̑ι τα μάτσ̑α μου
(Θόλωσαν τα μάτια μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Γαρατσ̑άσαν ντα μάτια μ'
(Θόλωσαν τα μάτια μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
θολώνω, μπουλαντίζω