ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαραρτιάζω (ρ.) γαρατσ̑άζου [ɣaraˈtʃazu] Μισθ. γαραλτώ [ɣaralˈto] Σίλ. Αόρ. γαράτσ̑ασα [ɣaˈratʃasa] Μισθ. γαράλτσ̑ησα [ɣaˈraltʃisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. kararmak = μαυρίζω, σκοτεινιάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. karalmak =θολώνω και karatmak.
Θολώνω ό.π.τ. : Γαράλτσ̑ησασ̑ι τα μάτσ̑α μου (Θόλωσαν τα μάτια μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Γαρατσ̑άσαν ντα μάτια μ' (Θόλωσαν τα μάτια μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. θολώνω, μπουλαντίζω