γαπουργάς
(ουσ. αρσ.)
γαπουργάς
[ɣapurˈɣas]
Φάρασ.
Πληθ.
γαπουργάδα
[ɣapurˈɣaða]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kaburga= πλευρικά κόκκαλα, παΐδια. Πβ. και τουρκ. φρ. kaburgaları çıkmak = είμαι πετσί και κόκκαλο (Redhouse).
1. Ως ουσ. πλευρικά κόκκαλα, παΐδια.
2. Ως επίθ., άνθρωπος ή ζώο που είναι τόσο αδύνατος ώστε φαίνονται τα πλευρά του.