ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαπουργάς (ουσ. αρσ.) γαπουργάς [ɣapurˈɣas] Φάρασ. Πληθ. γαπουργάδα [ɣapurˈɣaða] Φάρασ. Aπό το τουρκ. ουσ. kaburga= πλευρικά κόκκαλα, παΐδια. Πβ. και τουρκ. φρ. kaburgaları çıkmak = είμαι πετσί και κόκκαλο (Redhouse).
1. Ως ουσ. πλευρικά κόκκαλα, παΐδια.
2. Ως επίθ., άνθρωπος ή ζώο που είναι τόσο αδύνατος ώστε φαίνονται τα πλευρά του.