γαπαχόκκο (II)
(ουσ. ουδ.)
γαπαχόκκου
[ɣapaˈxoku]
Φάρασ.
Από το ουσ. καμπάκι, όπου και τύπ. γαπάχι, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Κολοκυθάκι
Συνών.
γισκαλακόκκο