γαπαχλούς
(ουσ. αρσ.)
γαπαχλούς
[ɣapaˈxlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kabaklı = κολοκυθένιος.
Αυτός που είναι φτιαγμένος από ή περιέχει κολοκύθια
:
Μο το ζωμί φτένκανι ήψημα, γαπαχλούς, ουζουμλούς, ιντσιρλούς κρεσί
(Με τον χυμό (των σταφυλιών) φτιάχνανε πετιμέζι, και κρασί από κολοκύθια, σταφύλια και σύκα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
β.
Γλυκό κουταλιού κολοκυθάκι, κολοκύθι με πετιμέζι