γαράγελ
(ουσ. αρσ.)
γαράγελ
[ɣaˈraʝel]
Μισθ., Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. karayel = βορειοδυτικός άνεμος. Πβ. ήδη νεότ. ουσ. καράγελης (πβ. Καλλίν. Ἐπίστ. 3.14. 1893 «Τῇ μετ’ αὐτὴν δὲ ἄνεμος καράγελης αὐξήσας καὶ ἓν ἡμερονύκτιον σκληρότατα φυσήσας» και Λεξ. Βυζ., Λεξ. Βλαστ. 2, λ. καράγελης).
Λίβας
Συνών.
ντουμάνι :4, σαμ, σάμγελης