γαρατσιέρι
(ουσ. ουδ.)
γαρατσ̑ι-έρι
[ɣaratʃiˈeri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. karaciğer = συκώτι.
Συκώτι
Συνών.
συκώτι, τζιγέρι :1