γαραλαΐζω
(ρ.)
γαραλαΐζου
[ɣaralaˈizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. kararlamak = υπολογίζω, εκτιμώ, μετρώ με το μάτι.
Πβ.
καράρι
1. Μετρώ, υπολογίζω
Συνών.
λογαριάζω, μετρώ, σαϊντίζω, χεσαπλαντίζω, ψηφώ
2. Ρυθμίζω, τακτοποιώ, κανονίζω
Συνών.
αραλατίζω :2, γερλεστιρντίζω, ισιεύω, ορθώνω