γαπτσούχι
(ουσ. ουδ.)
γαπ͑τσ̑ούχ̇ι
[ɣapˈtʃuxi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kapçık = α) κάλυκας β) φλοιός δημητριακών γ) διαλεκτ., φλούδα, τσόφλι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kapçuk.
Ήρα, σκύβαλο δημητριακών
Συνών.
τελιτσές :1