γαπαχόκκο (I)
(ουσ. ουδ.)
γαπαχόκκου
[ɣapaˈxoku]
Φάρασ.
Από το ουσ. καπάκι, όπου και τύπ. γαπάχι, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Πβ.
καπάκι
Μικρό καπάκι